ματογυάλι

ματογυάλι
το
1. διόπτρα
2. συν. στον πληθ. τα ματογυάλια
ζευγάρι φακών τα οποία προσαρμόζονται με κατάλληλο τρόπο μπρος στα μάτια γι' αυτούς που έχουν ελαττωματική όραση ή για όσους θέλουν να προστατευθούν από τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμματοϋάλια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”